- βυρώνειος
- -α, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Βύρωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Βύρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βυρώνειος — α, ο αυτός που αναφέρεται στο έργο ή στο ύφος του ποιητή Βύρωνα (λόρδου Μπάιρον): Ο βυρώνειος ρομαντισμός είναι πολύ δημοφιλής σ’ αυτούς που αγαπούν την ποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυρωνικός — ή, ό βυρώνειος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)